- μολάρω
- (λ. ιταλ.), μόλαρα, προστ. μόλαρε και μόλα, λύνω, αφήνω: Μόλα το παλαμάρι!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μολάρω — μολάρω, μόλαρα και μολάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μολάρω — και μολαίρνω (ιδίως στους ναυτικούς) αφήνω κάτι ελεύθερο, αμολώ, χαλαρώνω («μολάρω τα κουπιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mollare «αφήνω, χαλαρώνω, αμολώ»] … Dictionary of Greek
μόλα! — (λ. ιταλ.), βλ. μολάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)